του Δημήτρη Καμπουράκη ( www.protagon.gr )
Όταν συγκεντρώθηκαν όλοι, ο στρατιωτικός διοικητής ανέβηκε σ’ ένα πεζούλι κι άρχισε να μιλά με κοφτές φράσεις, τις οποίες μετέφραζε ο διερμηνέας. Έπειτα από λίγα λεπτά, κι αφού οι συφοριασμένοι συγχωριανοί μου πείστηκαν ότι δεν επρόκειτο να εκτελεστούν, κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με απορία διότι άκουγαν τον Γερμανό να λέει αλλόκοτα πράγματα. Σε σχεδόν έξαλλη κατάσταση, ο κ. Διοικητής τους ανακοίνωσε ότι μετά από δυο μήνες στο χωριό βαρέθηκε να βλέπει παντού σκατά. Στις αυλές, στα ρυάκια, στα λιόφυτα, στα αμπέλια, στα μποστάνια. Ακόμα περισσότερο, είχε σιχαθεί να πατά βουναλάκια από σκατά που παραμόνευαν πίσω από κάθε δέντρο και πουρνάρι για να βρωμίσουν τις καλογυαλισμένες μπότες του. Ήταν τόσο εξοργισμένος που όση ώρα ο διερμηνέας μετέφραζε, αυτός παρενέβαινε φωνάζονας με παραστατικές κινήσεις των χεριών του, τις λίγες ελληνικές λέξεις που είχε μάθει παράτονα: «Σκάτα εδώ! Σκάτα εκεί! Όλο σκάτα!» Εκείνη ήταν η μοιραία στιγμή που ο Γερμανός αξιωματικός κέρδισε επάξια το παρατσούκλι με το οποίο έμελλε να μείνει στη συλλογική μνήμη του χωριού: «Ο Σκάτας.»
Αν δεν επρόκειτο για τον Διοικητή των κατοχικών δυνάμεων, η πλατεία θα είχε μετατραπεί γρήγορα στον λάκκο με τ’ αστεία του Τζίμη Πανούση, με τους συγχωριανούς μου πεσμένους στα βάθη του και πνιγμένους μέσα σε ακατάσχετα χάχανα. Επειδή όμως υπήρχε διάχυτος φόβος, οι άνθρωποι έπνιξαν την έκρηξη γέλιου που ανέβηκε ως τα λαρύγγια τους και περίμεναν να δουν που θα κατέληγε ο τρελός Γερμανός. Αυτός διέταξε όλους τους αρχηγούς οικογενειών να περάσουν αμέσως από το κεντρικό φυλάκιο των Γερμανών στρατιωτών για να δουν πως φτιάχνεται μια απλή στρατιωτική τουαλέτα (ένα μεταφερόμενο καζάνι, μια ξύλινη κατασκευή με τρύπα από πάνω του κι ένα παραβάν γύρω του), διότι ήταν υποχρεωμένοι να φτιάξουν μια ίδια στο σπίτι τους. Κάθε δεύτερη μέρα έπρεπε να αδειάζουν το καζάνι σε λάκκους που θα σκεπαζόντουσαν και στη συνέχεια έπρεπε να το πλένουν. Με μάτι που γυάλιζε, ο Σκάτας τούς ενημέρωσε ότι κάθε ανυπακοή θα τιμωρούνταν πολύ αυστηρά.
Η αλήθεια είναι ότι εκείνη την εποχή, κανένα σπίτι στα χωριά δεν είχε αποχωρητήριο. Οι άνθρωποι έκαναν τις ανάγκες τους στα χωράφια και σκουπιζόντουσαν (μάλλον πασαλειβόντουσαν) με λείες πέτρες ή κανένα πλατανόφυλλο. Τον χειμώνα τα έκαναν στους σταύλους τους, που πολλές φορές ήταν κάτω από τα δωμάτια που έτρωγαν και κοιμόντουσαν. Η εικόνα ενός κοτόπουλου που από βραδύς είχε χορτάσει τρώγοντας σωρούς από σκατούλες και την επομένη έβραζε στο τσουκάλι για να γίνει πιλάφι, δεν προξενούσε σε κανέναν εντύπωση. Η κατάσταση ήταν πράγματι αφόρητη, ειδικά για τα μάτια ενός Γερμανού που γεννήθηκε έχοντας πορσελάνινη λεκάνη και μπανιέρα με τρεχούμενο νερό μέσα στο σπίτι του. Πιθανότατα ο Σκάτας, που θεωρώ ότι κατείχε κάποια μόρφωση, δεν θα μίλησε μόνο για το αισθητικό μέρος του θέματος ή μόνο για τη φοβερή μυρωδιά που κύκλωνε τους οικισμούς.. Θα αναφέρθηκε και στους κινδύνους που εγκυμονεί για την ανθρώπινη υγεία η ανυπαρξία στοιχειώδους υγιεινής, όμως κανένας χωριανός μου δεν θυμόταν κάτι τέτοιο. Κι αν τ’ άκουσαν, δεν τα κατάλαβαν ή δεν τα αξιολόγησαν.
Για να πούμε και το τέλος της ιστορίας, φυσικά, στο χωριό δεν φτιάχτηκαν αποχωρητήρια. Οι άνθρωποι συνέχισαν να κατουράνε και να χέζουν στα χωράφια για τρεις ακόμα δεκαετίες. Οι Γερμανοί είχαν άλλες σκοτούρες από το να κυνηγούν όποιον συγχωριανό μου ξεβρακωνόταν στα ρυάκια ή στα αμπέλια και δεν εφάρμοσαν ποτέ την διαταγή του διοικητή τους να τιμωρήσουν όποιον δεν έφτιαξε τουαλέτα στο σπίτι του. Όταν μάλιστα η Κρήτη απελευθερώθηκε, οι χωριανοί πήγαν στα τρία σπίτια που είχαν επιτάξει οι δυνάμεις κατοχής και έσπασαν τις χτιστές τουαλέτες με βόθρο που είχαν κατασκευάσει οι Γερμανοί για τις ανάγκες τους. Ήταν πράγματα των κατακτητών κι έπρεπε να σβήσουν εντελώς. Η ονομασία «Σκάτας» όμως παρέμεινε κραταιή, μαζί με την ανάμνηση μιας συγκέντρωσης που ξεκίνησε με μια φρικτή αγωνία θανάτου και κατέληξε μ’ ένα πνιγμένο μαζικό γέλιο ανακούφισης εξ’ αιτίας μιας σκατο-συζήτησης.
Τον τελευταίο καιρό, σκέφτομαι συχνά αυτή την παλιά σημαδιακή ιστορία, που φυσικά αποτελούσε μια εξαίρεση μέσα στην βαρβαρότητα της περιόδου. Προσπαθώ να σταθμίσω τα πράγματα και να κάνω τις αναγωγές στο θλιβερό μας σήμερα. Η πρώτη ανάγνωση είναι ότι ο Σκάτας είχε αντικειμενικά και επιστημονικά δίκιο. Η δεύτερη ανάγνωση είναι ότι είχε 100% άδικο, διότι απλούστατα δεν είχε κανένα τέτοιο δικαίωμα. Η τρίτη ανάγνωση είναι ότι οι συγχωριανοί μου θα μπορούσαν να πάρουν αυτό το «καλό» από τον κατακτητή, απορρίπτοντας και πολεμώντας τα «άσχημα» του. Η τέταρτη λέει ότι σε οριακές συνθήκες το «καλό» και το «κακό» δεν διαχωρίζονται, αλλά πάνε πακέτο. Η πέμπτη λέει ότι σε περιόδους πολέμου, οι συμβολισμοί έχουν μεγαλύτερη σημασία από την ίδια την ουσία. Η έκτη λέει ότι αυτοί είναι συμβολισμοί του κώλου και δικαιολογίες για να μην κάνουμε τα αυτονόητα, επειδή είναι καινούρια και τα βλέπουμε ως απειλή. Η έβδομη λέει ότι από τη στιγμή που ένας άλλος θα σού επιβάλλει και το πως θα χέζεις, δεν είσαι αξιοπρεπής άνθρωπος αλλά υποταγμένο ζώο και σφαχτάρι. Η όγδοη ανάγνωση ότι είμαστε ένας λαός που δικαιολογεί τη στενοκεφαλιά και τα ελαττώματα του πίσω από εθνικοπατριωτικές μεγαλοστομίες. Η ένατη λέει ότι ο βίαιος εκπολιτισμός (ή προσαρμογή) έχει ένα οριακό σημείο πέρα από το οποίο παύει να εκπολιτισμός και γίνεται απλώς βία. Και η δέκατη ανάγνωση αναρωτιέται αν κάποιος συγχωριανός έφτιαχνε τουαλέτα, τι ήταν; Πιο πολιτισμένος από τους άλλους χωριανούς ή ενδοτικός και προδότης; Κι όποιος συνέχισε να σκουπίζεται με πλατανόφυλλα στα ρυάκια, τι ήταν; Στενοκέφαλος ή αντιστασιακός;
Προφανώς υπάρχουν εκατό ακόμα αναγνώσεις. Μπορεί η μεγαλύτερη δυσκολία μας ως λαός να είναι η αδυναμία μας να συμφωνήσουμε σε έστω δύο από τις εκατό. Θα επανέλθω...
Όταν ήμουν πιτσιρίκος, απ’ όλες τις ιστορίες που είχα ακούσει για την
περίοδο της Κατοχής, πιο πολύ μού άρεσε η ιστορία του Σκάτα.
Ο Σκάτας ήταν Γερμανός αξιωματικός, κατά πάσα πιθανότητα υπολοχαγός ή λοχαγός. Ήταν ο επικεφαλής της μικρής δύναμης Γερμανών στρατιωτών που διέμενε στο χωριό μου, την περίοδο 1941-1944. Ήταν σα να λέμε, ο ανώτατος στρατιωτικός διοικητής Δρακώνας. Δυο μήνες μετά την επικράτηση των Γερμανών και την εγκατάσταση τους στο χωριό, ήχησε ξαφνικά η φωνή ενός τελάλη που καλούσε όλους ανεξαιρέτως τους κατοίκους να συγκεντρωθούν στην πλατεία.
Ο κόσμος τρόμαξε. Τέτοιες συγκεντρώσεις
προμήνυαν συλλήψεις και εκτελέσεις. Άντρες γυναίκες και παιδιά, με την
ψυχή στο στόμα κατευθύνθηκαν στην πλατεία μπροστά στον Άη-Γιώργη,
περιμένοντας το χειρότερο. Γύρω-γύρω είχαν τοποθετηθεί Γερμανοί
στρατιώτες με όπλα στα χέρια. Όπως αποδείχτηκε εκ’ των υστέρων, οι
φαντάροι είχαν ζώσει την πλατεία για προληπτικούς λόγους, εκείνη την ώρα
όμως οι χωριανοί ήταν βέβαιοι πως θα τους γάζωναν με τα αυτόματα. Στα
γύρω χωριά είχε εκτελεστεί κόσμος και κοσμάκης, διότι ο πληθυσμός είχε
πάρει μαζικά μέρος στη μάχη του Μάλεμε κατά των Γερμανών αλεξιπτωτιστών.Ο Σκάτας ήταν Γερμανός αξιωματικός, κατά πάσα πιθανότητα υπολοχαγός ή λοχαγός. Ήταν ο επικεφαλής της μικρής δύναμης Γερμανών στρατιωτών που διέμενε στο χωριό μου, την περίοδο 1941-1944. Ήταν σα να λέμε, ο ανώτατος στρατιωτικός διοικητής Δρακώνας. Δυο μήνες μετά την επικράτηση των Γερμανών και την εγκατάσταση τους στο χωριό, ήχησε ξαφνικά η φωνή ενός τελάλη που καλούσε όλους ανεξαιρέτως τους κατοίκους να συγκεντρωθούν στην πλατεία.
Όταν συγκεντρώθηκαν όλοι, ο στρατιωτικός διοικητής ανέβηκε σ’ ένα πεζούλι κι άρχισε να μιλά με κοφτές φράσεις, τις οποίες μετέφραζε ο διερμηνέας. Έπειτα από λίγα λεπτά, κι αφού οι συφοριασμένοι συγχωριανοί μου πείστηκαν ότι δεν επρόκειτο να εκτελεστούν, κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με απορία διότι άκουγαν τον Γερμανό να λέει αλλόκοτα πράγματα. Σε σχεδόν έξαλλη κατάσταση, ο κ. Διοικητής τους ανακοίνωσε ότι μετά από δυο μήνες στο χωριό βαρέθηκε να βλέπει παντού σκατά. Στις αυλές, στα ρυάκια, στα λιόφυτα, στα αμπέλια, στα μποστάνια. Ακόμα περισσότερο, είχε σιχαθεί να πατά βουναλάκια από σκατά που παραμόνευαν πίσω από κάθε δέντρο και πουρνάρι για να βρωμίσουν τις καλογυαλισμένες μπότες του. Ήταν τόσο εξοργισμένος που όση ώρα ο διερμηνέας μετέφραζε, αυτός παρενέβαινε φωνάζονας με παραστατικές κινήσεις των χεριών του, τις λίγες ελληνικές λέξεις που είχε μάθει παράτονα: «Σκάτα εδώ! Σκάτα εκεί! Όλο σκάτα!» Εκείνη ήταν η μοιραία στιγμή που ο Γερμανός αξιωματικός κέρδισε επάξια το παρατσούκλι με το οποίο έμελλε να μείνει στη συλλογική μνήμη του χωριού: «Ο Σκάτας.»
Αν δεν επρόκειτο για τον Διοικητή των κατοχικών δυνάμεων, η πλατεία θα είχε μετατραπεί γρήγορα στον λάκκο με τ’ αστεία του Τζίμη Πανούση, με τους συγχωριανούς μου πεσμένους στα βάθη του και πνιγμένους μέσα σε ακατάσχετα χάχανα. Επειδή όμως υπήρχε διάχυτος φόβος, οι άνθρωποι έπνιξαν την έκρηξη γέλιου που ανέβηκε ως τα λαρύγγια τους και περίμεναν να δουν που θα κατέληγε ο τρελός Γερμανός. Αυτός διέταξε όλους τους αρχηγούς οικογενειών να περάσουν αμέσως από το κεντρικό φυλάκιο των Γερμανών στρατιωτών για να δουν πως φτιάχνεται μια απλή στρατιωτική τουαλέτα (ένα μεταφερόμενο καζάνι, μια ξύλινη κατασκευή με τρύπα από πάνω του κι ένα παραβάν γύρω του), διότι ήταν υποχρεωμένοι να φτιάξουν μια ίδια στο σπίτι τους. Κάθε δεύτερη μέρα έπρεπε να αδειάζουν το καζάνι σε λάκκους που θα σκεπαζόντουσαν και στη συνέχεια έπρεπε να το πλένουν. Με μάτι που γυάλιζε, ο Σκάτας τούς ενημέρωσε ότι κάθε ανυπακοή θα τιμωρούνταν πολύ αυστηρά.
Η αλήθεια είναι ότι εκείνη την εποχή, κανένα σπίτι στα χωριά δεν είχε αποχωρητήριο. Οι άνθρωποι έκαναν τις ανάγκες τους στα χωράφια και σκουπιζόντουσαν (μάλλον πασαλειβόντουσαν) με λείες πέτρες ή κανένα πλατανόφυλλο. Τον χειμώνα τα έκαναν στους σταύλους τους, που πολλές φορές ήταν κάτω από τα δωμάτια που έτρωγαν και κοιμόντουσαν. Η εικόνα ενός κοτόπουλου που από βραδύς είχε χορτάσει τρώγοντας σωρούς από σκατούλες και την επομένη έβραζε στο τσουκάλι για να γίνει πιλάφι, δεν προξενούσε σε κανέναν εντύπωση. Η κατάσταση ήταν πράγματι αφόρητη, ειδικά για τα μάτια ενός Γερμανού που γεννήθηκε έχοντας πορσελάνινη λεκάνη και μπανιέρα με τρεχούμενο νερό μέσα στο σπίτι του. Πιθανότατα ο Σκάτας, που θεωρώ ότι κατείχε κάποια μόρφωση, δεν θα μίλησε μόνο για το αισθητικό μέρος του θέματος ή μόνο για τη φοβερή μυρωδιά που κύκλωνε τους οικισμούς.. Θα αναφέρθηκε και στους κινδύνους που εγκυμονεί για την ανθρώπινη υγεία η ανυπαρξία στοιχειώδους υγιεινής, όμως κανένας χωριανός μου δεν θυμόταν κάτι τέτοιο. Κι αν τ’ άκουσαν, δεν τα κατάλαβαν ή δεν τα αξιολόγησαν.
Για να πούμε και το τέλος της ιστορίας, φυσικά, στο χωριό δεν φτιάχτηκαν αποχωρητήρια. Οι άνθρωποι συνέχισαν να κατουράνε και να χέζουν στα χωράφια για τρεις ακόμα δεκαετίες. Οι Γερμανοί είχαν άλλες σκοτούρες από το να κυνηγούν όποιον συγχωριανό μου ξεβρακωνόταν στα ρυάκια ή στα αμπέλια και δεν εφάρμοσαν ποτέ την διαταγή του διοικητή τους να τιμωρήσουν όποιον δεν έφτιαξε τουαλέτα στο σπίτι του. Όταν μάλιστα η Κρήτη απελευθερώθηκε, οι χωριανοί πήγαν στα τρία σπίτια που είχαν επιτάξει οι δυνάμεις κατοχής και έσπασαν τις χτιστές τουαλέτες με βόθρο που είχαν κατασκευάσει οι Γερμανοί για τις ανάγκες τους. Ήταν πράγματα των κατακτητών κι έπρεπε να σβήσουν εντελώς. Η ονομασία «Σκάτας» όμως παρέμεινε κραταιή, μαζί με την ανάμνηση μιας συγκέντρωσης που ξεκίνησε με μια φρικτή αγωνία θανάτου και κατέληξε μ’ ένα πνιγμένο μαζικό γέλιο ανακούφισης εξ’ αιτίας μιας σκατο-συζήτησης.
Τον τελευταίο καιρό, σκέφτομαι συχνά αυτή την παλιά σημαδιακή ιστορία, που φυσικά αποτελούσε μια εξαίρεση μέσα στην βαρβαρότητα της περιόδου. Προσπαθώ να σταθμίσω τα πράγματα και να κάνω τις αναγωγές στο θλιβερό μας σήμερα. Η πρώτη ανάγνωση είναι ότι ο Σκάτας είχε αντικειμενικά και επιστημονικά δίκιο. Η δεύτερη ανάγνωση είναι ότι είχε 100% άδικο, διότι απλούστατα δεν είχε κανένα τέτοιο δικαίωμα. Η τρίτη ανάγνωση είναι ότι οι συγχωριανοί μου θα μπορούσαν να πάρουν αυτό το «καλό» από τον κατακτητή, απορρίπτοντας και πολεμώντας τα «άσχημα» του. Η τέταρτη λέει ότι σε οριακές συνθήκες το «καλό» και το «κακό» δεν διαχωρίζονται, αλλά πάνε πακέτο. Η πέμπτη λέει ότι σε περιόδους πολέμου, οι συμβολισμοί έχουν μεγαλύτερη σημασία από την ίδια την ουσία. Η έκτη λέει ότι αυτοί είναι συμβολισμοί του κώλου και δικαιολογίες για να μην κάνουμε τα αυτονόητα, επειδή είναι καινούρια και τα βλέπουμε ως απειλή. Η έβδομη λέει ότι από τη στιγμή που ένας άλλος θα σού επιβάλλει και το πως θα χέζεις, δεν είσαι αξιοπρεπής άνθρωπος αλλά υποταγμένο ζώο και σφαχτάρι. Η όγδοη ανάγνωση ότι είμαστε ένας λαός που δικαιολογεί τη στενοκεφαλιά και τα ελαττώματα του πίσω από εθνικοπατριωτικές μεγαλοστομίες. Η ένατη λέει ότι ο βίαιος εκπολιτισμός (ή προσαρμογή) έχει ένα οριακό σημείο πέρα από το οποίο παύει να εκπολιτισμός και γίνεται απλώς βία. Και η δέκατη ανάγνωση αναρωτιέται αν κάποιος συγχωριανός έφτιαχνε τουαλέτα, τι ήταν; Πιο πολιτισμένος από τους άλλους χωριανούς ή ενδοτικός και προδότης; Κι όποιος συνέχισε να σκουπίζεται με πλατανόφυλλα στα ρυάκια, τι ήταν; Στενοκέφαλος ή αντιστασιακός;
Προφανώς υπάρχουν εκατό ακόμα αναγνώσεις. Μπορεί η μεγαλύτερη δυσκολία μας ως λαός να είναι η αδυναμία μας να συμφωνήσουμε σε έστω δύο από τις εκατό. Θα επανέλθω...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να αποφεύγονται τα υβριστικά σχόλια.